αποχρέμπτομαι

αποχρέμπτομαι
(AM ἀποχρέμπτομαι) [χρέμπτομαι]
βήχοντας βγάζω από το στόμα φλέματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναχρέμπτομαι — ἀναχρέμπτομαι (Α) αποχρέμπτομαι, βήχοντας βγάζω φλέματα …   Dictionary of Greek

  • εγχρέπτομαι — ἐγχρέπτομαι (Α) αποχρέμπτομαι* …   Dictionary of Greek

  • εκχρέμπτομαι — ἐκχρέμπτομαι (Α) με απόχρεμψη* βγάζω πτύελα ή φλέγματα, αποπτύω, αποχρέμπτομαι …   Dictionary of Greek

  • ξεροχαλίζομαι — αποβάλλω φλέγματα, αποχρέμπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ρόχαλο «φλέγμα»] …   Dictionary of Greek

  • πτυαλίζω — και πτυελίζω Α [πτύαλον/ πτύελον] αποχρέμπτομαι …   Dictionary of Greek

  • συναναχρέμπτομαι — Α βήχοντας βγάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναχρεμψάμενος τὴν ψυχὴν μετὰ τοῡ φλέγματος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναχρέμπτομαι «αποχρέμπτομαι, βήχοντας βγάζω φλέματα»] …   Dictionary of Greek

  • υποχρέμπτομαι — Α αποχρέμπτομαι ελαφρώς, βγάζω λίγα φλέγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρέμπτομαι «εκβάλλω φλέγμα, βήχω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”